Ἀργολικά

Ἀργολικά
Ἀργολικός
Argolis
neut nom/voc/acc pl
Ἀργολικά̱ , Ἀργολικός
Argolis
fem nom/voc/acc dual
Ἀργολικά̱ , Ἀργολικός
Argolis
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀργολικάς — Ἀργολικά̱ς , Ἀργολικός Argolis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Agias (disambiguation) — Agias (Gr. polytonic|Ἀγίας) can refer to a number of people from classical history: *Agias, an epic poet from the 8th century BC *Agias of Sparta, an ancient seer *Agias, a comic writer mentioned briefly by ancient writers, but otherwise unknown… …   Wikipedia

  • ГИППУС —    • Hippus,           Ίππυς, из Регия, жил, по свидетельству Свиды, во время Персидских войн и написал ряд исторических сочинений, как то: Σικελικά или χρονικά в 5 книгах, κτίσις Ίταλίας, Άργολικά. Сохранившиеся незначительные отрывки собраны… …   Реальный словарь классических древностей

  • Εφύρα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, σύζυγος του Επιμηθέα. Έδωσε το όνομά της στη πόλη που αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος. Το όνομα της Ε. δόθηκε στην πρωτεύουσα της Ήλιδας και έδρα του Αυγεία. Επίσης, σε ένα από τα αργολικά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • δεινιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος (8ος 7oς αι. π.Χ.). Ως πιθανός τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Πελοπόννησος. Στα έργα του χρησιμοποιούσε μόνο ένα χρώμα. 2. Αργείος ιστορικός (3ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Αργολικά, έργο στο οποίο αφηγείται την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (; – 406; π.Χ.). Αν και μεταγενέστερος του Εκαταίου και του Ηροδότου, συνέλεξε μύθους και παραδόσεις κατά τον τρόπο των παλαιότερων λαογράφων. Τέτοια είναι τα έργα του για τις θεσσαλικές, αργολικές και… …   Dictionary of Greek

  • Ίππυς — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ιστορικός και γεωγράφος. Καταγόταν από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας και έζησε την περίοδο των Περσικών πολέμων. Έγραψε τα έργα Σικελικαίπράξεις, Κτίσις Ιταλίας, Σικελικά, Χρονικά και Αργολικά σε ιωνική διάλεκτο. Από αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”